- νομοτελεστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα»)2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν)η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση τής Εθνοσυνέλευσης τής Επιδαύρου το 1822 και είχε ως έργο την εκτέλεση τών βουλευμάτων που εκδίδονταν από το Βουλευτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τελεστικός (< τελώ].
Dictionary of Greek. 2013.