νομοτελεστικός

νομοτελεστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα»)
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν)
η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση τής Εθνοσυνέλευσης τής Επιδαύρου το 1822 και είχε ως έργο την εκτέλεση τών βουλευμάτων που εκδίδονταν από το Βουλευτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τελεστικός (< τελώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομοτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση νόμου: Νομοτελεστικό διάταγμα. 2. το ουδ. ως ουσ., νομοτελεστικό η εκτελεστική εξουσία στα κυβερνητικά σχήματα των χρόνων της επανάστασης του 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”